- ἀσυγγνώμων
- ἀσυγγνώμωνnot pardoningmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασυγγνώμων — ἀσυγγνώμων, ον (Α) [συγγνώμων] αυτός που δεν δίνει συγγνώμη, ο αδυσώπητος … Dictionary of Greek
ἀσυγγνωμονέστατον — ἀσυγγνώμων not pardoning masc acc superl sg ἀσυγγνώμων not pardoning neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγγνωμόνων — ἀσυγγνώμων not pardoning gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγγνώμονες — ἀσυγγνώμων not pardoning masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύγγνωστος — η, ο (AM ἀσύγγνωστος, ον) [συγγνωστός] νεοελλ. φρ. «ασύγγνωστη πλάνη» αδίκημα το οποίο καταλογίζεται σε κάποιον που από αμέλεια αγνοεί το αξιόποινο μιας πράξης αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν είναι άξιος συγγνώμης, ο ασυγχώρητος 2. ο ασυγγνώμων … Dictionary of Greek
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek